αὐθορμήτως

αὐθορμήτως
αὐθόρμητος
self-impelled
adverbial
αὐθόρμητος
self-impelled
masc/fem acc pl (doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • οικειόχειρος — οἰκειόχειρος, ον (Μ) ιδιόχειρος. επίρρ... οἰκειοχείρως (Μ) 1. ιδιοχείρως 2. εκουσίως, αυθορμήτως. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἰκεῖος + χειρος (< χείρ, χειρός), πρβλ. ιδιό χειρος] …   Dictionary of Greek

  • ραδιοστοιχείο — το, Ν 1. κάθε στοιχείο που παρουσιάζει ραδιενέργεια 2. στον πληθ. τα ραδιοστοιχεία (φυσ. χημ.) χημικά στοιχεία τών οποίων όλα τα ισότοπα είναι ασταθή, δηλαδή ραδιενεργά, και υφίστανται αυθορμήτως διάσπαση με ρυθμό περισσότερο ή λιγότερο ταχύ,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”